Η Οργάνωση - Απόφαση 1ου Συνεδρίου Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ

Κεφάλαιο 2 – Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. 2 χρόνια αγώνα & σύγκρουσης

Η Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια αποτελεί μια ρωγμή μέσα στη νεοφιλελεύθερη ΕΕ. Η Ελληνική κυβέρνηση, παρά την υποχώρηση που αναγκάστηκε να κάνει το καλοκαίρι του 2015, σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας και πολιτικών εκβιασμών, δίνει μια σκληρή μάχη αμφισβήτησης του νεοφιλελεύθερου δόγματος και της λιτότητας στην Ευρώπη, επιδιώκοντας να προάγει ένα εναλλακτικό σχέδιο, ανοίγοντας δρόμους δημοκρατίας, αξιοπρέπειας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Για πρώτη φορά βλέπουμε ότι κυβέρνηση μιας ευρωπαϊκής χώρας αμφισβητεί τη λιτότητα και παλεύει για την αναδιανομή πλούτου υπέρ της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, ενώ παράλληλα επανάφερε την πολιτική στο προσκήνιο, κόντρα στη λογική του τεχνοκρατισμού.

Η πορεία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η διαπραγμάτευση, η σύγκρουση με τους δανειστές, ο εκβιασμός και η επιβολή του  τρίτου  μνημονίου (“This is a Coup”) καθώς και  οι  εκλογές  της  20ης Σεπτέμβρη  γέννησαν νέα  ερωτήματα  για  την Αριστερά, σπάζοντας, παράλληλα, βεβαιότητες με τις οποίες εκτιμούσαμε και αναλύαμε τη συγκυρία.  Αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες και το πρωτόγνωρο της κατάστασης, της συνύπαρξης μιας αριστερής κυβέρνησης, ενός νέου μνημονίου και μιας Ευρώπης που πάλλεται από τις συνέπειες  της  ταξικής  πόλωσης και της λιτότητας,  πρώτιστος  σκοπός  είναι  να  κρατήσουμε  ζωντανή  την  ελπίδα της ανατροπής και να μην αφήσουμε να χαθούν δυνατότητες που η κοινωνική πλειοψηφία αφήνει ανοιχτές.

 

2.1 Η 1η περίοδος διακυβέρνησης

 

Η   ανάδειξη  του  ΣΥΡΙΖΑ   σε   κυβέρνηση  αποκτά μεγαλύτερη σημασία, αν συνυπολογίσουμε ότι αυτή λαμβάνει χώρα εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης και τροφοδοτούμενη από την μνημειώδη εισβολή του λαϊκού παράγοντα στο επίκεντρο των πολιτικών διεργασιών, μέσα από τις κινητοποιήσεις της περασμένης πενταετίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε το χαρακτήρα της κρίσης στο ευρωπαϊκό υπόδειγμα ως αντιπαράθεση αλληλοσυγκρουόμενων ταξικών συμφερόντων και όχι ως αντιπαράθεση μεταξύ εθνών-κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, παρ’ ότι προσιδίαζε σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα διεξόδου, αποτελούσε μια ριζοσπαστική απάντηση απέναντι στο ακραία νεοφιλελεύθερο σχέδιο των ευρωπαϊκών ελίτ. Κι αυτό γιατί επρόκειτο για ένα πρόγραμμα που στόχευε  στην  αναδιανομή  εισοδήματος  και  ισχύος  υπέρ  των  τάξεων  που  είχαν  υποστεί  τα  καίρια πλήγματα της μνημονιακής πολιτικής των προηγούμενων χρόνων. Αυτό το καινοφανές – για τη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη – σχέδιο, προϋπέθετε μια σειρά συγκρούσεων με τον κρατικοδίαιτο εγχώριο καπιταλισμό, καθώς και μια διαρκή διαδικασία τομών και ρήξεων εντός του κρατικού μηχανισμού. Σε καμία περίπτωση λοιπόν, η μάχη δεν θα μπορούσε να κριθεί στην τεχνοκρατική επάρκεια των διαπραγματευτών ούτε στην παράθεση πειστικών επιχειρημάτων.

Παρά  το  ιδιαιτέρως  ασφυκτικό πλαίσιο, μέσα σε συνθήκες μεθοδευμένου εγκλωβισμού σε μία κατάσταση απόλυτης οικονομικής ασφυξίας, όπου η κυβέρνηση Σαμαρά άφησε εσκεμμένα πίσω της άδεια ταμεία, η κυβέρνηση προχώρησε στην νομοθέτηση σημαντικών μέτρων όπως το άνοιγμα της ΕΡΤ, την επαναπρόσληψη των καθαριστριών του ΥΠ.ΟΙΚ., την επαναφορά των απολυμένων σχολικών φυλάκων και καθηγητών/-τριών, την ιθαγένεια για τους/τις μετανάστες/-στριες δεύτερης γενιάς, τη μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος, τα μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση, την επιδότηση ενοικίου, την ελεύθερη μεταφορά στα ΜΜΜ για τους/τις άνεργους/-ες, την κατάργηση της τράπεζας θεμάτων για το Λύκειο, την κατάργηση της πολιτικής επιστράτευσης για τους/τις απεργούς/-ές, τη ρύθμιση των 100 δόσεων, τη δημιουργία ανοιχτών κέντρων φιλοξενίας προσφύγων, την κατάργηση του 5ευρου στα νοσοκομεία κλπ.

Παράλληλα, στη διάρκεια των πρώτων μηνών αριστερής κυβέρνησης, μπορούμε να παρατηρήσουμε μια έντονη διαδικασία πολιτικής κινητοποίησης της κοινωνίας και πρωτόγνωρου ενδιαφέροντος για τα όσα συνέβαιναν στη διαπραγμάτευση.

 

2.1.1 Από την 20η Φλεβάρη ως τη στάση πληρωμών στο ΔΝΤ

 

Από το πρώτο διάστημα της διαπραγμάτευσης, φάνηκε πως σε αυτή συγκρούονταν δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.  Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να μεταφέρει το κέντρο βάρους της διαπραγμάτευσης από τα κλιμάκια των τεχνοκρατών στις πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης. Οι δανειστές αρνούνταν να δεχτούν οποιαδήποτε πρόταση συμφωνίας αμφισβητούσε τον πυρήνα του προηγούμενου προγράμματος, το οποίο είχε μάλιστα ορίζοντα λήξης. Το γεγονός αυτό άφηνε τη χώρα έκθετη χρηματοδοτικά και προετοίμαζε το έδαφος για τον οικονομικό στραγγαλισμό. Η κυβέρνηση προχωρούσε από την αρχή σε ένα έδαφος ναρκοθετημένο. Ο στόχος δεν ήταν μόνο οικονομικός, αλλά και βαθιά πολιτικός: η ανατροπή της πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς, η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου ως μοναδικός δρόμος για την Ευρώπη. Παράλληλα, η διαπραγματευτική προσπάθεια της κυβέρνησης συνάντησε μεγάλη αντίσταση και στο εσωτερικό. Πέρα από τα αστικά κόμματα που ζητούσαν να έρθει άμεσα μια μνημονιακή συμφωνία, η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει και τους μηχανισμούς του βαθέως κράτους, όπως για παράδειγμα τις ενέργειες της Τράπεζας της Ελλάδος, που συμμετείχαν στις τεχνικές προσπάθειες του οικονομικού στραγγαλισμού. Στο ίδιο πλαίσιο, αναβαθμισμένο ρόλο έπαιξαν και τα καθεστωτικά ΜΜΕ, τα οποία οργάνωσαν μια τρομολαγνική αντικυβερνητική προπαγάνδα.

Αυτό το οποίο μένει από την απόφαση του Eurogroup της 20ης  Φλεβάρη, είναι η αποτυχημένη απόπειρα της ελληνικής κυβέρνησης να ελιχθεί και να κερδίσει χρόνο. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, ξεκινά μια ολισθηρή περίοδος εξάντλησης των ταμείων του κράτους χάριν των δόσεων προς τους δανειστές και ταυτόχρονα το κυβερνητικό έργο παγώνει, καταλήγοντας έτσι σε μια διαδικασία αυτο-εγκλωβισμού, την οποία διαδέχεται ο οικονομικός στραγγαλισμός που έρχεται μετά την – εκ των πραγμάτων πλέον – αδυναμία πληρωμής της δόσης προς το ΔΝΤ. Είναι κρίσιμο να αναφερθεί πως η κυβέρνηση έχει καίρια ευθύνη για την μη υλοποίηση πτυχών του προγράμματός της (βλ. εργασιακά, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση κ.ά.) κατά την περίοδο της διαπραγμάτευσης, είτε λόγω ολιγωρίας και αδυναμιών, είτε λόγω φοβικότητας απέναντι σε τυχόν συγκρούσεις που θα αναπτύσσονταν λόγω των συγκεκριμένων νομοθετικών πρωτοβουλιών. Την ίδια στιγμή, τόσο το κόμμα όσο και η νεολαία, δεν έλαβαν κάποια σοβαρή πρωτοβουλία για να πιέσουν προς την κατεύθυνση υλοποίησης των προγραμματικών μας στόχων.

 

2.1.2 Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου

 

Το αναπόδραστο της σύγκρουσης συμβολοποιείται τη στιγμή της προκήρυξης του δημοψηφίσματος. Σε αυτή τη μάχη ήρθαν αντιμέτωποι δύο κόσμοι. Από τη μια βρισκόταν ο κόσμος της εργασίας, τμήματα της κοινωνίας   που   είχαν   πληγεί   από   τις   μνημονιακές   πολιτικές   και   μεγάλα   κομμάτια   της   που απεγκλωβίζονταν από φοβίες και διλήμματα του παρελθόντος. Από την άλλη βρέθηκε συσπειρωμένος ο ελληνικός αστισμός, με τις παλιές και νέες πολιτικές του εκπροσωπήσεις, αλλά και τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Με το εγχώριο αστικό μπλοκ συνασπίστηκαν φυσικά και οι κυρίαρχοι ευρωπαϊκοί κύκλοι, οι οποίοι εξέφρασαν την πρώτη τους αντίδραση στο δημοψήφισμα επιβάλλοντας το κλείσιμο των τραπεζών. Επί μία εβδομάδα, γύρω από την υπεράσπιση του ΝΑΙ στην Ευρώπη της λιτότητας, στήθηκε μια ενορχηστρωμένη προπαγάνδα και μια πολύπλευρη επίθεση, με το αστικό μπλοκ ενιαίο και συμπαγές.

Πέρα από την προπαγανδιστική εκμετάλλευση των συνεπειών των capital controls από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, πέρα από τη στράτευση του παλιού αστικού πολιτικού κόσμου και «πρώην πρωθυπουργών» υπέρ του ΝΑΙ, στον εκβιασμό της λαϊκής ψήφου συμμετείχε ανοιχτά και η οικονομική εξουσία, καθώς αρκετές επιχειρήσεις απείλησαν με υποχρεωτική αργία και απολύσεις. Την ίδια στιγμή, ηγέτες/-ιδες και παράγοντες της ευρωζώνης επιδόθηκαν σε πρωτοφανείς παρεμβάσεις, εκβιάζοντας το λαό να ψηφίσει ΝΑΙ.

Απέναντι σε αυτή τη γενικευμένη επίθεση, υπήρξε μια δυναμική λαϊκή κινητοποίηση, με οργανωμένη αλλά και αυθόρμητη κοινωνική στράτευση υπέρ του ΟΧΙ. Οι διάφορες, πολύμορφες λαϊκές παρεμβάσεις υπέρ του ΟΧΙ ξεπερνούσαν κάποιες φορές τα ίδια τα οργανωμένα πολιτικά υποκείμενα. Οι αυθόρμητες παρεμβάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι κινήσεις καλλιτεχνών, η προσπάθεια ατόμων ή συλλογικοτήτων  που  στήριζαν  το  ΟΧΙ  να  διαρρήξουν  τη  μνημονιακή  μιντιακή πραγματικότητα,  συνέθεσε  ένα σκηνικό για το οποίο δε θα ήταν υπερβολή να μιλήσουμε για έφοδο του κοινωνικού στο πολιτικό. Αποκορύφωμα υπήρξε η πρωτοφανούς μαζικότητας συγκέντρωση του ΟΧΙ, που πραγματοποιήθηκε στο Σύνταγμα  στις  3  Ιουλίου.  Η  επικράτηση  του  ΟΧΙ  με  περίπου  62%,  αποτέλεσε  σημαντική  νίκη  των υποτελών, αλλά και ιστορική ήττα του ελληνικού αστισμού. Η  ακτινοβολία της νίκης αυτής ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας και αποτέλεσε την πρώτη φορά που ένας ευρωπαϊκός λαός, μέσα από ανοιχτή δημοκρατική διαδικασία, αμφισβητεί τη λιτότητα ως συνταγή διεξόδου από την κρίση. Το δημοψήφισμα αυτό άφησε υλικά ίχνη πίσω του, τα οποία είναι βέβαιο ότι καμία τακτική υποχώρηση της κυβέρνησης δεν μπορεί να σβήσει. Τα 3,5 εκατομμύρια ΟΧΙ φανέρωσαν δυνατότητες και αποτελούν κληρονομιά για τις επικείμενες συγκρούσεις του μέλλοντος με το εγχώριο και ευρωπαϊκό μπλοκ της λιτότητας.

 

2.1.3 Από την υποχώρηση του Ιουλίου στην εκλογική νίκη του Σεπτέμβρη

 

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος γέννησε την ελπίδα στον ελληνικό λαό ότι για πρώτη φορά στην ύστερη μεταπολίτευση είναι κυρίαρχος και ότι μπορεί να αποφασίσει για το μέλλον του ο ίδιος, ότι για πρώτη φορά υπάρχει μια κυβέρνηση η οποία είναι στο πλευρό του και όχι απέναντί του. Η ωμότητα, όμως, με  την  οποία  η  Ευρώπη  αντιμετώπισε  τη  νίκη  αυτή,  ήταν  πιο  έντονη  από  ποτέ.   Το  βράδυ  της 12ης Ιούλη  φάνηκε το  πιο σκληρό πρόσωπο της Ευρώπης. Αδιαφορώντας για την ετυμηγορία του ελληνικού λαού, ο οποίος απέρριψε την πρόταση των δανειστών και τάχθηκε υπέρ ενός άλλου δρόμου πέρα από τα μνημόνια,  το κυρίαρχο ευρωπαϊκό μπλοκ εκβίασε την ελληνική κυβέρνηση και το λαό  για  ακόμα  μια  φορά,  με  όπλο  τη  χρηματοπιστωτική  κατάρρευση.  Το  βράδυ  της  12ης Ιούλη,  η διαδικτυακή κίνηση «This is a Coup» ξεπέρασε τα σύνορα της Ευρώπης και μετέφερε παντού το μήνυμα ενάντια στον εκβιασμό ενός λαού από τους δανειστές. Ακόμα, κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στον ελληνικό λαό ήρθαν να επιβεβαιώσουν τη διεθνοποίηση της ελληνικής υπόθεσης. Οι δανειστές, ενεργώντας πλέον με ξεκάθαρα πολιτικό στόχο και βάζοντας σε κίνδυνο τη σταθερότητα της ευρωζώνης, έθεσαν τρεις επιλογές στην κυβέρνηση.

Η πρώτη ήταν η αποδοχή ενός ακόμα μνημονίου λιτότητας, η δεύτερη αποτελούσε το σχέδιο Σόιμπλε με την «ελεγχόμενη» χρεοκοπία και την 5ετή έξοδο από το ευρώ και η τρίτη ήταν αυτή της μη συμφωνημένης εξόδου από το ευρώ, η οποία θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε περαιτέρω υποτίμηση της ζωής του κόσμου της εργασίας. Μπροστά σε αυτό το πραξικόπημα το οποίο στιγμάτισε την ΕΕ, η ελληνική κυβέρνηση πρόκρινε την πρώτη επιλογή, τη λύση ενός συμβιβασμού και τη σύναψη μιας συμφωνίας, η οποία ήταν αντίθετη στη λαϊκή εντολή της 25ης Γενάρη και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, σε ευθεία αντίθεση με  τις  προγραμματικές  δεσμεύσεις  του  ΣΥΡΙΖΑ.  Η  ήττα  της  13ης   Ιούλη,  είναι  η  συνισταμένη  τεσσάρων παραγόντων. Ο πρώτος είναι ο απόλυτα δυσμενής συσχετισμός που έχει διαμορφωθεί για 20 και πλέον χρόνια στην ΕΕ, της οποίας ο νεοφιλελευθερισμός συνιστά καταστατική αρχή. Ο δεύτερος σχετίζεται με το γεγονός της μη ορθής εκτίμησης της στρατηγικής των αντιπάλων μας. Οι νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές ελίτ δεν δίστασαν να απειλήσουν την Ελλάδα, μέσω ωμών εκβιασμών, με έξοδο από την Ευρωζώνη. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση καλλιεργούσαν ένα κλίμα στο οποίο η ορθότητα των επιχειρημάτων μας θα μπορούσε να δώσει θετική διέξοδο στην έκβαση της διαπραγμάτευσης. Ο τρίτος αφορά την αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να επιλέξει εκείνη νωρίτερα τη στιγμή της σύγκρουσης – σε λιγότερο δυσμενή για τα οικονομικά του κράτους στιγμή – αφήνοντας τα πράγματα να φτάσουν στο ευνοϊκότερο για τους δανειστές σημείο, όπου ο εκβιασμός ήταν βέβαιος. Ο τέταρτος παράγοντας αφορά τη στάση στελεχών εντός του κράτους και της κυβέρνησης που με την πρακτική τους υπονόμευσαν την οποιαδήποτε εναλλακτική στρατηγική και δαιμονοποίησαν την έννοια της σύγκρουσης, γεγονός που φάνηκε καθαρά και από την έμπρακτη αντίθεση τους στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.

 

2.1.4 Η κατάσταση στο κόμμα και τη νεολαία τη συγκεκριμένη περίοδο

 

Η  υπογραφή  του  τρίτου  μνημονίου  και  η  ψήφιση  του  από  το  ελληνικό κοινοβούλιο ουσιαστικά επισφράγισε μια περίοδο έντονων διεργασιών εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Η παραγκώνιση των οργάνων και των συλλογικών διαδικασιών εντός του χώρου δεν έδωσε τη δυνατότητα στα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ να τοποθετηθούν, να συζητήσουν, να εκτιμήσουν την κατάσταση και να πάρουν αποφάσεις συλλογικά.

Η διαιώνιση ενός ατέρμονου τασικού ανταγωνισμού εντός του Κόμματος και της Νεολαίας η οποία απαξίωνε τη λειτουργία τους, είχε διαμορφώσει μια κατάσταση κλειστών κέντρων, που πέρα και έξω από τη βάση του κόμματος, λάμβαναν κομβικές και σημαντικές αποφάσεις. Οι τάσεις από ιδεολογικά ρεύματα μετατράπηκαν σε κλειστές ομάδες που εστίαζαν στη διαπραγμάτευση του εσωτερικού συσχετισμού τόσο στη Νεολαία όσο και στο Kόμμα. Σε μια τέτοια κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης», ο κόσμος του κόμματος ήταν σε μεγάλο βαθμό παρακολουθητής των εξελίξεων και δε συμμετείχε στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων. Βέβαια, η αδράνεια αυτή του κόμματος όσο και της Νεολαίας, σε αυτή την κρίσιμη καμπή της σύγκρουσης, είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του επταμήνου, η σχέση κόμματος-κυβέρνησης, αλλά και ο ρόλος του κόμματος σε σχέση με τη κοινωνία ήταν κατώτερος των περιστάσεων. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η αδυναμία κοινωνικής παρέμβασης του κόμματος, αρκετές φορές, ξεπεράστηκε από την ίδια τη λαϊκή επινοητικότητα και κινητοποίηση. Η προκήρυξη των εκλογών πριν τη διεξαγωγή συνεδρίου – που αποτελούσε απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής της 30ης Ιουλίου – ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί με συλλογικά διαμορφωμένο σχέδιο, αποτέλεσε σοβαρή υπαναχώρηση ως προς τη δημοκρατική λειτουργία του κόμματος. Έτσι τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, έγιναν θεατές σε μια «τηλεοπτική» διάσπαση. Αυτές οι εξελίξεις έπληξαν τον ΣΥΡΙΖΑ και μας υπενθυμίζουν ότι η λειτουργία του κόμματος είναι σημαντική ακόμα και στις πιο «έκτακτες συνθήκες».

Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, με εξαίρεση τη Νεολαία, δεν πήρε στη βάση του κόμματος τις διαστάσεις που πολλοί ανέμεναν. Ωστόσο, ακρωτηριάστηκαν τα ηγετικά του όργανα και πολλές Νομαρχιακές Επιτροπές. Ο.Μ. διαλύθηκαν ή έχασαν μεγάλο μέρος των μελών τους. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ανασυντάχθηκαν οι Νομαρχιακές, η Κεντρική Επιτροπή, η Πολιτική Γραμματεία και οι ΟΜ, προσήλθαν νέα μέλη ή επανεντάχθηκαν συντρόφισσες και σύντροφοι που είχαν αποχωρήσει. Στην ανασυγκρότηση του κόμματος συνέβαλε αποφασιστικά η εκλογική μάχη του Σεπτέμβρη, στην οποία τα μέλη και τα στελέχη, παρά τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό και βέβαια η εκλογική μας επιτυχία.

Η εκλογική νίκη στις 20 Σεπτέμβρη όσο και η ταξικότητα της ψήφου παρέχουν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα, τόσο για το πώς κινηθήκαμε το προηγούμενο διάστημα, όσο όμως και για το πώς οφείλουμε να συνεχίσουμε να κινούμαστε ως χώρος, αλλά και ως κυβέρνηση, στο μέλλον. Η πλειονότητα του κόσμου της εργασίας, που ακόμα και μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου στήριξε το ΣΥΡΙΖΑ, δεν το έκανε γιατί αποδέχθηκε το τρίτο μνημόνιο, αλλά γιατί πίστεψε και πιστεύει πως αυτή η συμφωνία είναι προϊόν ενός εκβιασμού. Στήριξε το ΣΥΡΙΖΑ γιατί πιστεύει πως μόνο αυτός μπορεί – μέσα σε αυτή την αντικειμενικά δύσκολη συνθήκη – να διασφαλίσει δικαιώματα και κατακτήσεις, να κερδίσει τις ανοιχτές μάχες της συμφωνίας.

 

2.2 Η 2η περίοδος διακυβέρνησης

 

Η εμπειρία της 2ης περιόδου της Κυβέρνησης μας προσφέρει χρήσιμα συμπεράσματα. Οι αξιολογήσεις και το περιεχόμενο της σύγκρουσης σε αυτές, αναδεικνύουν τη μεθοδολογία των αντιπάλων μας, αλλά και τη στρατηγική που εμείς πρέπει να ακολουθήσουμε. Στόχος των δανειστών είναι η διαρκής αρνητική μετατόπιση του αρχικού πλαισίου της συμφωνίας. Αυτό δείχνει πως το μνημόνιο δεν αποτελεί απλά μία λίστα μέτρων λιτότητας, αλλά ένα επεκτακτικό σύστημα, μέσω του οποίου οι πολιτικοί μας αντίπαλοι στοχεύουν στο βάθεμα της εσωτερικής υποτίμησης και τη συρρίκνωση της δημοκρατίας. Επίσης, προκύπτει ξεκάθαρα ότι το σχέδιο της αριστερής παρένθεσης παραμένει διαρκώς ενεργό από τη μεριά των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων εντός και εκτός χώρας. Σε αντίθεση με μια κυρίαρχη αφήγηση, τόσο δεξιά όσο και αριστερή, η υπογραφή του 3ου μνημονίου δεν δημιούργησε ένα κοινό πολιτικό κέντρο χωρίς αντιθέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους θεσμούς. Οφείλουμε να αντιληφθούμε πως η όποια άσκηση πολιτικής αντιπαραθετική με τη λογική των μνημονίων και υπεράσπισης – ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων αποτέλεσε και θα αποτελεί προϊόν σύγκρουσης με τα σχέδια των αντιπάλων μας, μέσα και έξω από τη χώρα.

Στο κοινωνικό πεδίο, η λαϊκή κινητοποίηση βρίσκεται σε ύφεση. Απουσιάζει η κοινωνική δυναμική από τις πολιτικές εξελίξεις. Την προηγούμενη περίοδο είδαμε να  λαμβάνουν χώρα οι κινητοποιήσεις των αγροτών και το λεγόμενο «κίνημα της γραβάτας». Πολλές φορές, οι δυνάμεις του αστικού μπλοκ, πολιτικά κόμματα και media, επιδίωξαν να διογκώσουν τη δυσαρέσκεια που αναπτύχθηκε κατά την περίοδο της 1ης αξιολόγησης, προσπαθώντας να δημιουργήσουν ένα κλίμα απονομιμοποίησης και φθοράς της κυβέρνησης με βασικό στόχο την ενίσχυση του σχεδίου της αριστερής παρένθεσης και τη δημιουργία ενός κλίματος αποσταθεροποίησης. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου οι κινηματικές διαδικασίες ηγεμονεύονταν από την ατζέντα που έβαζαν οι δυνάμεις της συντήρησης και της δεξιάς. Από την πλευρά μας, θα ήταν λάθος βέβαια να τσουβαλιάσουμε τις κινητοποιήσεις και τον κόσμο που έβγαινε στο δρόμο, καθώς εκφράστηκαν και δίκαια αιτήματα. Από την άλλη πλευρά, οι κινηματικές διεργασίες που επιχειρήθηκαν από δυνάμεις της υπόλοιπης Αριστεράς, συνήθως είχαν λάθος προσανατολισμό καθώς στοχοποιούσαν αποκλειστικά την κυβέρνηση ως τον ύψιστο πολιτικό εχθρό, και σε καμία περίπτωση δεν συσπείρωναν πλατιές λαϊκές μάζες. Απουσίαζε ένα πλαίσιο ουσιαστικών – προωθητικών διεκδικήσεων που θα συνέβαλε με θετικό τρόπο στην έκβαση της διαπραγμάτευσης και στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας. Πρέπει να αναφερθεί πως η μεγαλύτερη κινηματική διεργασία που έλαβε χώρα είχε θετικό πρόσημο και σχετίζεται με την έκταση των δράσεων αλληλεγγύης στο προσφυγικό, όπου ο ελληνικός λαός και η ελληνική κυβέρνηση αποτέλεσαν φωτεινό σηματοδότη σε σχέση με τα πεπραγμένα στην υπόλοιπη Ευρώπη, δημιουργώντας αναχώματα στην άνοδο του ρατσισμού και των πρακτικών της Χρυσής Αυγής.

Είναι δεδομένο πως η κυβέρνηση, όλο αυτό το διάστημα, κλήθηκε να διαχειριστεί στην πράξη τις αρνητικές επιπτώσεις του 3ου μνημονίου. Παράλληλα, δεν κατάφερε να ανακόψει ορισμένες από τις δεσμεύσεις που υπήρχαν από την προηγούμενη κυβέρνηση όπως παραδείγματος χάρη οι ιδιωτικοποιήσεις του Λιμανιού και του Ελληνικού, καθώς και των αεροδρομίων. Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία διαμορφώθηκε υπό το πλαίσιο του 3ου προγράμματος – παρά τα θετικά σημεία που έχει όπως ο ενιαίος φορέας κοινωνικής ασφάλισης, η ελάχιστη εγγυημένη σύνταξη, η αλλαγή του προσανατολισμού του συστήματος, η εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του κλπ –  η περικοπή του ΕΚΑΣ, η φορολογική επιβάρυνση, η εφαρμογή πτυχών της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ σε διάφορους τομείς, αποτελούν κρίσιμες αρνητικές όψεις της υποχώρησης του Ιουλίου του 2015. Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τα προβλήματα λειτουργίας που προκύπτουν στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος έχει δομηθεί για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ντόπιας αστικής τάξης και των συμμάχων της. Το σαμποτάζ, η αυτόνομη δράση υπηρεσιακών συμβούλων και η παρακώλυση του κυβερνητικού έργου, αποτελούν στοιχεία που διαμορφώνουν το αρνητικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί σε επίπεδο κράτους.

Από την πλευρά της κυβέρνησης, κεντρικά προβλήματα αποτελούν η έλλειψη μέριμνας για τη διαμόρφωση ενός αριστερού προτύπου διοίκησης των οργανισμών, σε αντιδιαστολή με την καθημερινή διαχείριση που εγκλωβίζει δυνάμεις, έλλειψη που βαραίνει και το ίδιο το κόμμα, η μη συλλογική λειτουργία και η απουσία κεντρικού σχεδιασμού, η μη τήρηση των συλλογικών κομματικών προγραμματικών προτάσεων σε διάφορους τομείς άσκησης πολιτικής και συνολικά η απουσία συγκροτημένης σύνδεσης του κόμματος με την κυβερνητική πολιτική. Επιπλέον, ως προς την πολιτική της κυβέρνησης σε σχέση με τη νέα γενιά απουσιάζει ένα συγκροτημένο και συνολικό σχέδιο το οποίο αφενός θα επιλύει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι νέοι άνθρωποι αφετέρου θα την αναδεικνύει ως μία εκ των βασικών κοινωνικών δυνάμεων της παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης. Η προαναφερθείσα επισήμανση βαραίνει φυσικά και τις πλάτες της δικής μας οργάνωσης. Παράλληλα, οφείλουμε να απολογίσουμε αρνητικά την αδράνεια που υπάρχει ως προς την υλοποίηση ενός σχεδίου εκδημοκρατισμού της αστυνομίας ενώ οι εξελίξεις στο ζήτημα των Σκουριών σε καμία περίπτωση δε συνάδουν με τις δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και τους αγώνες που έχουμε δώσει. Στο χώρο της παιδείας, απολογιστικά, κρίνεται ως αρνητικό το γεγονός της απόσυρσης νομοσχεδίων που αφορούν την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Στο πλαίσιο μίας ασφυκτικής επιτήρησης που προσπαθούν να επιβάλλουν οι θεσμοί στο σύνολο της κυβερνητικής οργάνωσης και πολιτικής, δόθηκαν κρίσιμες μάχες και κερδήθηκαν, σε αντιδιαστολή με τα όποια νεοφιλελεύθερα σχέδια και αυτό οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε. Κάποιες όψεις της συγκεκριμένης συνθήκης αποτέλεσαν: 1) Στο χώρο της υγείας: η κατάργηση του 5ευρου στα νοσοκομεία, η πρόσβαση στις παροχές υγείας για 2,5 εκατ. ανασφάλιστους/-ες πολίτες, οι διαδικασίες για την στελέχωση με χιλιάδες εργαζόμενους/-ες, η εξασφάλιση 140 εκατομμυρίων από το ΕΣΠΑ για τη στελέχωση 270 δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας σε 65 πόλεις της χώρας, η αύξηση του ορίου των δαπανών, αθροιστικά, για το διάστημα 2015 – 2018, κατά 1 δισ. ευρώ, ενώ εξασφαλίστηκαν και 150 εκατομμύρια για τη στήριξη της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η απομάκρυνση των εργολάβων από τα νοσοκομεία και η προάσπιση των εργασιακών και μισθολογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. 2) Στο χώρο της παιδείας: το άνοιγμα των σχολείων με το απαραίτητο προσωπικό και τα αντίστοιχα συγγράμματα, η αύξηση του προϋπολογισμού για την παιδεία στο 2,85% του ΑΕΠ για πρώτη φορά στα χρόνια της κρίσης, η αύξηση των προσλήψεων στην 2βάθμια εκπαίδευση και στον τομέα της ειδικής αγωγής, η προκήρυξη 500 θέσεων μελών ΔΕΠ για τα Πανεπιστήμια, νέες Τριετείς υποτροφίες με κονδύλια ΕΣΠΑ για διδακτορικές και μεταδιδακτορικές σπουδές, ενίσχυση της έρευνας στα Πανεπιστήμια, στα ΤΕΙ και στα Ερευνητικά Κέντρα, η θεσμοθέτηση του νέου τύπου ολοήμερου δημοτικού σχολείου και νηπιαγωγείου, η υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών ιδιωτικής εκπαίδευσης, η πρόσβαση των αποφοίτων ΕΠΑΛ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το μεταλυκειακό έτος εκπαίδευσης με πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα, η εξυγίανση του δημόσιου τομέα απο εργαζόμενους με πλαστά απολυτήρια, η δημιουργία τμημάτων υποδοχής παιδιών προσφύγων στα σχολεία. 3) Στο χώρο της οικονομίας και της εργασιακής πραγματικότητας: ψηφίστηκε ο νέος αναπτυξιακός νόμος και υπήρξε ανασχεδιαμός των ΕΣΠΑ, διαμορφώθηκε νέο πλαίσιο δημιουργίας αγροτικών συνεταιρισμών, ψηφίστηκε νόμος για τη δημιουργία επιχειρήσεων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, εντάθηκε ο έλεγχος του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας για την καταπολέμηση της μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας, αξιοποιήθηκαν ευρωπαϊκά προγράμματα προσανατολισμένα στη μείωση της ανεργίας, δόθηκε η εφάπαξ 13η σύνταξη στους χαμηλοσυνταξιούχους/-ες, ανεστάλη η αύξηση του ΦΠΑ για τα νησιά που έχουν πληγεί από την προσφυγική κρίση. 4) Στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης: Δωρεάν ρεύμα, νερό και επιδότηση ενοικίου σε δικαιούχους/-ες του προγράμματος καταπολέμησης της ανθρωπιστικής κρίσης, Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης σε 30 Δήμους, κάλυψη του του 94% του συνόλου στεγαστικών δανείων πρώτης κατοικίας, δημιουργία 250 Κέντρων Κοινότητας στους Δήμους της χώρας για την υποδοχή, εξυπηρέτηση και διασύνδεση των ευάλωτων πολιτών, παροχή σχολικών γευμάτων σε χιλιάδες μαθητές ανά τη χώρα, λεωφορεία για τη φροντίδα των αστέγων, σχέδιο αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού των Ρομά. 5) Στη λειτουργία του κράτους και τη δημόσια διοίκηση καθώς και τη διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων: Η απλή αναλογική έγινε νόμος του κράτους ενώ, ψηφίστηκε το σύμφωνο συμβίωσης για τα ετερόφυλα και ομόφυλα ζευγάρια. Παράλληλα, συγκροτήθηκε εθνικό συμβούλιο κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας για τη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής κατά του ρατσισμού και υπήρξε πρόβλεψη περισσότερων προσλήψεων Ατόμων με Αναπηρία (ΑμεΑ) στις προκηρύξεις του δημοσίου. Επίσης, εφαρμόζεται ένα πλέγμα μεταρρυθμίσεων που στοχεύει στη δημιουργία μίας αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης που θα στηρίζεται στον δημοκρατικό έλεγχο και την πάταξη της γραφειοκρατίας μέσω της καθιέρωσης της Ηλεκτρονικής Διακίνησης Εγγράφων. 6) Στη σύγκρουση με τη διαπλοκή: Συστάθηκε Εξεταστική Επιτροπή για τα δάνεια ΜΜΕ και κομμάτων, η κυβέρνηση ανέδειξε παράλληλα τα σκάνδαλα του ΚΕΕΛΠΝΟ, της υπόθεσης της NOVARTIS, αξιοποιούνται οι λίστες φοροδιαφυγής, οι βεβαιώσεις των οποίων έχουν αγγίξει το 1δις ευρώ, υπήρξε σύγκρουση με το καθεστώς ασυδοσίας της λειτουργίας των ΜΜΕ με στόχο τη διαμόρφωση ενός δημοκρατικού και διαφανούς ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, προωθείται η κάθαρση στο χώρο του ποδοσφαίρου.

 

2.3 Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα

Οι δυνάμεις του χρεωκοπημένου πολιτικού συστήματος

 

ΠΑΣΟΚ και ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

Αναγκαίο είναι, σε αυτό το σημείο, να αναλύσουμε την πορεία που διέγραψαν οι δυνάμεις που κυβέρνησαν το προηγούμενο διάστημα. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ αποτελούν τις κύριες δυνάμεις του παλιού χρεωκοπημένου πολιτικού συστήματος, που κυβέρνησαν από τη μεταπολίτευση, μέχρι και την περίοδο της κρίσης. Εισήγαγαν τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη και πολιτική, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Κατά την περίοδο της κρίσης, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ αποτέλεσαν το πρόθυμο πολιτικό προσωπικό, ώστε να εφαρμοστεί για πρώτη φορά στην Ευρώπη ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα σοκ, με τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Μαζί τους, φυσικά, είχαν και μια σειρά μικρότερες δυνάμεις που στήριξαν τις κυβερνήσεις αυτές, με αντάλλαγμα την πρόσκαιρη ανέλιξή τους στο πολιτικό σκηνικό και την κατάτμηση θέσεων εξουσίας, ανάλογα με την κοινοβουλευτική ισχύ του κάθε σχηματισμού. ΛΑΟΣ και ΔΗΜΑΡ εξαφανίστηκαν από τον πολιτικό χάρτη, αφού πήραν με σαφήνεια το μέρος των δυνάμεων εκείνων που προώθησαν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ακραίας λιτότητας για την κοινωνική πλειοψηφία.

Η Ελλάδα αποτέλεσε το πειραματόζωο για τη νέα αυτή πρακτική, με τη συγκατάθεση της τότε ισχυρότατης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην κυβέρνηση με συντριπτικό ποσοστό, απολαμβάνοντας ευρεία κοινωνική νομιμοποίηση. Τα πρώτα σημάδια της κρίσης είχαν ήδη φανεί και το ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε ως η δύναμη που θα σταματούσε την περαιτέρω επέλασή της στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Αντ’ αυτού, εφάρμοσε σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, όπως και πολλά άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η σοσιαλδημοκρατία, το προηγούμενο διάστημα, αποτέλεσε τον καλύτερο μαθητή του νεοφιλελευθερισμού, αφού είτε στήριξε τη δεξιά σε ευρωπαϊκό επίπεδο είτε αυτόνομα εφάρμοσε σκληρές αντικοινωνικές πολιτικές στο όνομα της υπέρβασης της κρίσης. Στην Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ δεν δίστασε να αποδεχτεί να πάρει η Ελλάδα το ρόλο του Δούρειου Ίππου του ΔΝΤ στην ΕΕ, κάτι που είχε κριθεί απαραίτητο, αφού το Ταμείο έχει αποτελέσει τον καλύτερο εγγυητή των συμφερόντων του κεφαλαίου σε περιόδους κρίσης και όχι μόνο.

Αντίστοιχη, αλλά μεγαλύτερης διάρκειας και έντασης ήταν η πορεία της ΝΔ στη διακυβέρνηση της χώρας και την απρόσκοπτη εφαρμογή των μνημονίων, τόσο στην κυβέρνηση Παπαδήμου, όσο και στην συγκυβέρνηση με το ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ, αφού πέταξε από πάνω της, αμέσως μετά την εκλογή της, το προσωπείο του αντιμνημονιακού, εφάρμοσε με πάθος τις πολιτικές λιτότητας. Ούτως ή άλλως, πολλές από αυτές αποτελούν μέχρι σήμερα κομμάτι της ιδεολογίας της και του πολιτικού της σχεδίου. Ισοπέδωσε ό,τι είχε μείνει όρθιο στον εργασιακό τομέα, διέλυσε το κοινωνικό κράτος, επέβαλε νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, απέλυσε χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους και ξεκίνησε το ξεπούλημα της κινητής και ακίνητης περιουσίας της χώρας. Επίσης, συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάδειξη της ΧΑ σε σημαντική πολιτική δύναμη και προτίμησε να στρέψει τόσο την πολιτική ατζέντα όσο και μέρος της κοινωνίας προς την ακροδεξιά και το φασισμό, αφού έχοντας χάσει τις κοινωνικές της συμμαχίες επένδυσε στην ακροδεξιά ρητορεία και πρακτική.

Βέβαια, η πορεία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είναι αλληλένδετες στα χρόνια της κρίσης, αλλά και πριν από αυτή. Τις εποχές της τεράστιας ανάπτυξης, του χρηματιστηρίου, των τεράστιων και πολλών έργων, των Ολυμπιακών Αγώνων, του εκσυγχρονισμού, τα δυο κόμματα που κυβέρνησαν δημιούργησαν ένα κράτος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν τους. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν οδήγησαν στην στήριξη του κοινωνικού κράτους και των μισθών. Αντ’ αυτού, χρησιμοποιήθηκαν για να φτιαχτεί ένα τεράστιο πελατειακό σύστημα μέσα σε κάθε κομμάτι του κρατικού μηχανισμού, αλλά και τα κυκλώματα διαπλοκής και διαφθοράς. Κρατικοδίαιτες κατασκευαστικές και εφοπλιστικές εταιρίες, οι ιδιοκτήτες των οποίων, σε πολλές περιπτώσεις, υπήρξαν κάτοχοι ΜΜΕ, σε συνεργασία με το πρόθυμο πολιτικό προσωπικό της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά και με την αμέριστη συνεισφορά των τραπεζών, δημιούργησαν μια κλειστή σέχτα, η οποία ζούσε εις βάρος της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Φυσικά, η κατασπατάληση και η κλοπή δημοσίου χρήματος είχε πολλά παρακλάδια, κάποια από τα οποία είναι, πλέον, γνωστά, λόγω των μεγάλων σκανδάλων που έχουν ξεσπάσει (Siemens, Novartis, εξοπλιστικά κ.α.). Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, δηλαδή, δημιούργησαν μια ασπίδα προστασίας του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά και τους όρους αναπαραγωγής του, δίνοντας τη δυνατότητα ύπαρξης μιας κρατικοδίαιτης ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Ακόμη, οι δυο πρώην κυρίαρχες δυνάμεις του πολιτικού σκηνικού φρόντισαν να δημιουργήσουν και τους όρους αναπαραγωγής της εξουσίας τους. Το κοινωνικό συμβόλαιο που είχε επικρατήσει βασιζόταν σε πελατειακές και ρουσφετολογικές πρακτικές και λογικές ομηρείας. Αυτό επιτεύχθηκε με πολλά επίπεδα επισφάλειας εισηγμένα στην καθημερινότητα, αλλά και με προσπάθειες εξαγοράς ψηφοφόρων με έκτακτα μέτρα που λαμβάνονταν λίγο πριν τις εκλογικές μάχες, τα οποία δημιουργούσαν οργανικές δεσμεύσεις ολόκληρων κοινωνικών ομάδων με συγκεκριμένα κόμματα ή πρόσωπα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ κατάφερναν μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης, να διατηρούν το δικομματικό πολιτικό σύστημα και την εναλλαγή τους στην εξουσία. Παράλληλα, θέλησαν να εξασφαλίσουν και την ασυλία τους σε περίπτωση κατάρρευσης τους. Αυτή τους η πρόθεση υλοποιήθηκε κυρίως μέσα από τον περιβόητο Νόμο περί Ευθύνης Υπουργών που πρακτικά αθωώνει από ποινικές κυρώσεις τους Υπουργούς του πάλαι ποτέ δικομματισμού, για ενέργειες που ζημίωσαν αποδεδειγμένα το δημόσιο συμφέρον.

Τέλος, οι δυνάμεις του χρεωκοπημένου πολιτικού συστήματος δημιούργησαν και τους όρους αναπαραγωγής της πολιτικής τους, ανεξαρτήτως κυβερνητικής πολιτικής. Αποτέλεσαν συμπληρωματικές – πολιτικά – δυνάμεις, κατά τις εναλλαγές τους στην κυβερνητική εξουσία. Βασικό στοιχείο αυτού του σχεδίου ήταν να δημιουργηθεί ένα χάσμα μεταξύ της κοινωνίας και του κρατικού μηχανισμού, διότι έτσι θα δημιουργούνταν ο απαραίτητος ζωτικός χώρος για την υλοποίηση του πολιτικού σχεδίου του πρώην δικομματισμού. Κι αυτό, διότι οι πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να εφαρμόσουν αντικοινωνικές πολιτικές φοβούνται τον κοινωνικό έλεγχο, την άμεση επαφή των πολλών με τα κέντρα λήψης αποφάσεων, τη διαφάνεια και την ενημέρωση.

 

ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

 

Η Χρυσή Αυγή υπήρχε σαν πολιτικό μόρφωμα πολύ πριν την κρίση, όπου η κοινωνική της παρέμβαση προσιδίαζε σε συμμορία, παρά σε πολιτικό κόμμα. Το νεοναζιστικό κόμμα ήρθε στο προσκήνιο ως αποτέλεσμα των κοινωνικών συγκρούσεων που πυροδότησε η κρίση και η φτωχοποίηση που έχει επιφέρει. Η απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού οδήγησε στην ανάπτυξη και έξαρση των συντηρητικών αντανακλαστικών. Παράλληλα,  εκμεταλλευόμενη την ανθρωπιστική κρίση, διοργάνωνε φιλανθρωπικές δράσεις μόνο για Έλληνες. Έτσι, κατάφερε να προπαγανδίσει και να απενοχοποιήσει τις φασιστικές τις αντιλήψεις. Σε όλη αυτή την προσπάθεια της ΧΑ να αναπτυχθεί στην ελληνική κοινωνία, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και τα ΜΜΕ, καθώς και η ακροδεξιά στροφή στη στρατηγική της ΝΔ. Τα ΜΜΕ εμφάνιζαν τη ΧΑ σαν μια ρηξιακή, αντισυστημική δύναμη, προσπαθώντας παράλληλα να δημιουργήσουν κλίμα ρατσισμού, ενώ η ΝΔ εισήγαγε ξενοφοβικές και μισαλλόδοξες ιδέες στην καθημερινότητα της κοινωνίας.

Σήμερα, έχει καταφέρει να διατηρήσει, κοινοβουλευτικά, τις δυνάμεις της. Στο κοινωνικό επίπεδο, όμως, η δράση της έχει περιοριστεί, κυρίως λόγω τις μεγάλης καθημερινής αντιφασιστικής κινητοποίησης της κοινωνίας το προηγούμενο διάστημα. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η ιστορική δίκη της ΧΑ για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, για ξυλοδαρμούς, δολοφονίες, προπηλακισμούς. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση, αφού με κάθε αφορμή οι φασίστες προσπαθούν να βρουν κοινωνικά ερείσματα και να κατακτήσουν περισσότερο ζωτικό χώρο στην ελληνική κοινωνία. Το προσφυγικό αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα, αφού αποτελεί προνομιακό πεδίο παρέμβασης για τους/τις φασίστες, αφού πιο εύκολα μπορούν να διασπείρουν τις ξενοφοβικές αντιλήψεις τους, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις απέναντι στο κράτος και την Αριστερά. Οι επιθέσεις στα κέντρα φιλοξενίας στα νησιά, αλλά και οι προσπάθειες να σταματήσουν την είσοδο των προσφυγόπουλων στα δημόσια σχολεία αποτελούν στοιχεία της κοινωνικής τους παρέμβασης.

Ο φασισμός ιστορικά αποτελεί το τελευταίο, ακραίο προπύργιο του καπιταλιστικού συστήματος και η ΧΑ έχει αποδείξει πως αποτελεί άξιο συνεχιστή αυτής της παράδοσης. Στηρίζει το μεγάλο κεφάλαιο σε κάθε ευκαιρία, όπως γίνεται με τους εφοπλιστές στο Πέραμα, προπηλακίζει κάθε αγωνιζόμενο κομμάτι της κοινωνίας σε κάθε πολιτική ή συνδικαλιστική έκφανσή του, δεν διστάζει να δολοφονεί αντιφασίστες και μετανάστες. Έτσι, υπό το αντισυστημικό της προσωπείο, η ΧΑ μεθοδικά προσπαθεί να δηλητηριάσει με τις μισαλλόδοξες και σκοταδιστικές ιδέες της την ελληνική κοινωνία.

 

ΠΟΤΑΜΙ

 

Το κόμμα που έστησαν τα ΜΜΕ και η διαπλοκή ως εναλλακτική λύση στο χρεωκοπημένο πολιτικό σύστημα, δημιουργήθηκε ενόψει των εκλογών του Γενάρη του 2015, με μοναδικό στόχο την ανακοπή της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβερνητική εξουσία. Τα αποτελέσματα δείχνουν πως απέτυχε σε αυτή την στοχοθεσία του. Κατάφερε, όμως, να μπει στη Βουλή δυο φορές, χωρίς όμως ποτέ να μπορέσει να εκφέρει τον εναλλακτικό νεανικό λόγο που ευαγγελίζονταν τα στελέχη του. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται υπό διάλυση, στο βωμό της αναδιάταξης της Κεντροαριστεράς, αφού ποτέ δεν μπόρεσε να χτίσει μια αυτόνομη ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα. Το Ποτάμι αποτελεί ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα που επενδύει στη λογική του τεχνοκρατισμού έναντι της πολιτικής, στοχοποιεί τον δημόσιο τομέα, βάλει κατά των δικαιωμάτων των εργαζομένων και σε μεγάλο βαθμό η προσέγγισή του για τα πολιτικά πεπραγμένα και την αντιμετώπιση της κρίσης συμπίπτει με όψεις της ρητορικής και του σχεδίου της Νέας Δημοκρατίας.

 

ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΩΩΝ

 

Η είσοδος στην Βουλή της Ένωσης Κεντρώων αποτελεί όψη της κρίσης εκπροσώπησης και της κρίσης που χαρακτηρίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Η ψήφος σε ένα κόμμα με επικεφαλής μία γραφική φιγούρα που εξυψώθηκε από τα συστημικά media, αναδεικνύει με τον πιο εμφατικό τρόπο τόσο την απαξίωση της πολιτικής διαδικασίας, ενώ παράλληλα, λειτουργεί ως ψήφος αντίδρασης, η οποία έρχεται να αντικαταστήσει το λευκό, ή ακόμη και την αποχή.

Η Ένωση Κεντρώων προσπάθησε στην προεκλογική περίοδο και συνεχίζει να προσπαθεί να παρουσιαστεί ως κάτι το καινούριο, ένα “υγιές” κομμάτι απέναντι στη διαπλοκή. Αυτό προσπαθεί, μάλιστα, να το επιτύχει μέσα από έναν λόγο που στήνεται απέναντι στα πελατειακά δίκτυα του παλιού δικομματικού συστήματος, αξιώνοντας το ξήλωμα αυτού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η θέση του κόμματος για το δημόσιο τομέα. Η απόλυση των “αργόμισθων” του Δημόσιου και Κρατικού τομέα και η στήριξη της  ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η “αποκομματικοποίηση” της παιδείας και της εργασίας, η διαμόρφωση του «προσωπικού πτυχίου», η απέλαση μεταναστών/-στριών, είναι τμήματα αυτού του σχεδίου τα οποία υπογραμμίζουν το συντηρητικό χαρακτήρα του κόμματος και το καθιστούν τμήμα του νεοφιλελεύθερου σχεδίου.

 

ΑΝΕΛ

 

Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες είναι ένα κόμμα το οποίο αρχικά δημιουργήθηκε επενδύοντας στον αντιμνημονιακό λόγο. Το συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα έχει ετερόκλητα χαρακτηριστικά αλλά σίγουρα σε επίπεδο ιδεολογικού προσανατολισμού εντάσσεται στη λεγόμενη «λαϊκή δεξιά». Τα χρόνια των μνημονίων αντιστρατεύθηκε τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Το κόμμα δεν ανήκει στις δυνάμεις της Aριστεράς, παρόλο που απέρριπτε το Μνημόνιο. Μπορεί η συμμαχία με το ΣΥΡΙΖΑ να προκάλεσε και αρνητική αίσθηση σε μέρος του κόσμου της Αριστεράς στην Ελλάδα, αλλά και σε μέρος της ευρωπαϊκής Αριστεράς, θεωρούμε ωστόσο ότι η απόφασή ήταν σωστή και επιβεβλημένη καθώς εξασφάλισε την κυβερνητική πλειοψηφία και έδωσε τη δυνατότητα συγκρότησης μιας τακτικής συμμαχίας απέναντι στις δυνάμεις του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος και τα media της διαπλοκής, ενώ, η πολιτική του γραμμή, σε σχέση με τις συγκρούσεις που πρέπει να δίνονται με τους δανειστές, συμπίπτουν με τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ.

 

Οι δυνάμεις της Αριστεράς

 

ΚΚΕ

 

Η στάση του ΚΚΕ δεν έχει ιδιαίτερες διαφορές τα τελευταία χρόνια. Ανάγοντας τη λύση των περισσότερων ζητημάτων στη ριζική αλλαγή του πολιτικού και οικονομικού συστήματος, αποκλείει την ύπαρξη ριζοσπαστικών πολιτικών με αριστερό πρόσημο στη σημερινή πραγματικότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμη και σε επίπεδο κοινοβουλευτικής παρουσίας δεν στηρίζει μέτρα ανακούφισης του κόσμου της εργασίας που βελτιώνουν το βιοτικό του επίπεδο.

Δεν αντιλαμβάνεται την κρίση σαν μια ευκαιρία για ανατροπή των συσχετισμών προς το μέρος των δυνάμεων της νεολαίας και της εργασίας. Με αυτή τη λογική, το ΚΚΕ απουσιάζει από τις μεγάλες ταξικές συγκρούσεις της εποχής μας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ακολουθώντας μία άκρως σεχταριστική λογική. Δεν αποδέχεται την Ευρώπη και τις δομές της ως πεδία ταξικού ανταγωνισμού χαρίζοντας με αυτόν τον τρόπο πολιτικό χώρο στον αντίπαλο.

 

ΛΑΕ

 

Η ΛΑΕ δημιουργήθηκε ως διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν κατάφερε ποτέ να εκφράσει ένα συνεκτικό αριστερό πολιτικό σχέδιο που να βασίζεται πάνω στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Σε αυτό το πλαίσιο, υιοθέτησε ένα πολιτικό σχέδιο που βασίζεται στη λογική της εθνικής περιχαράκωσης και της αυτόκεντρης εθνικής ανάπτυξης, στηριγμένης στην υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος. Το γεγονός αυτό εκτιμούμε πως θα προκαλούσε περαιτέρω υποτίμηση της εργατικής δύναμης και θα υποβάθμιζε ακόμη περισσότερο το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας. Η ίδια η πραγματικότητα και οι σκληρές συγκρούσεις της κυβέρνησης έχουν φέρει σε πολιτικό αδιέξοδο τη ΛΑΕ. Επίσης, ποτέ δεν κατάφερε να δημιουργήσει μια διαφορετική λογική στο χώρο της Αριστεράς, παρά τις πρόσκαιρες συμμαχίες με πολλά μικρά κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και ομαδοποιήσεων που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, τελικά, το εγχείρημα της ΛΑΕ φαίνεται να αποτυγχάνει, αφού ήδη έχουν αρχίσει οι μαζικές αποχωρήσεις από τον ενιαίο συνασπισμό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η δράση της περιορίζεται συνήθως στη στοχοποίηση της Κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αποτελεί άκρως προβληματικό για ένα κόμμα που αυτοαποκαλείται αριστερό, να συμμαχεί με media της διαπλοκής για να υπονομεύσει τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ρητορική της, πολλές φορές, αγγίζει τα όρια της αντι-πολιτικής, αφού, επενδύει σε μεταφυσικά, ηθικολογικά, πολιτικά σχήματα περί προδοτών του ΣΥΡΙΖΑ και η κριτική της εκκινεί από τη στοχοποίηση του χώρου μας περί εξουσιομανίας. Την ίδια στιγμή, τις δύσκολες ημέρες της διαπραγμάτευσης του Ιουλίου, τα σημερινά στελέχη της, δεν είχαν να αντιπροτείνουν κανένα συνεκτικό εναλλακτικό σχέδιο, ακόμη και αυτό της δραχμής. Αντίθετα, συνέβαλλαν στην πτώση της Κυβέρνησης.

 

2.4 Η αστική παλινόρθωση και το σχέδιο της αριστερής παρένθεσης

 

Σήμερα, ο πολιτικός χάρτης στην Ελλάδα αναδιατάσσεται. Βασική στρατηγική των αστικών δυνάμεων είναι η ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας σε κυβερνητικούς εγγυητές της διασφάλισης των συμφερόντων του κεφαλαίου και της λιτότητας. Ενός επιθετικού νεοφιλελεύθερου σχεδίου που θα εναρμονίζεται με το δόγμα Σόιμπλε και θα περιορίζει τον ίδιο το λαϊκό παράγοντα και τη δημοκρατία. Σε αυτή τη φάση, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η στοχοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική του φθορά μέσω της αποπροσανατολιστικής και αντιδραστικής προπαγάνδας των ΜΜΕ, η δημιουργία κλίματος πολιτικής αποσταθεροποίησης, η ανάπτυξη κλίματος φόβου και η αντικομμουνστική υστερία, έχουν ως βασικό στόχο την επίτευξη του σχεδίου της αριστερής παρένθεσης και την παλινόρθωση του παλιού πολιτικού συστήματος που μπορεί να εγγυηθεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου και τα συμφέροντα όλων εκείνων που εδώ και 40 χρόνια πλούτισαν στις πλάτες της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας.

Παράλληλα, αναδιατάσσεται και ο χάρτης της λεγόμενης Κεντροαριστεράς όπου το πάλαι ποτέ ένδοξο μπλοκ του εκσυγχρονισμού προσπαθεί να αποκτήσει ξανά δυναμική στα πολιτικά δεδομένα της χώρας και να δώσει ουσιαστικά χείρα βοηθείας στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ δεν επιδιώκουν να εναρμονιστούν με τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, αλλά αντίθετα ηγεμονεύονται από τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα και τροφοδοτούν εκ του αποτελέσματος την ισχυροποίηση της δεξιάς.

 

2.5 Για τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ

 

Το πολιτικό σχέδιο και ο στόχος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν η εφαρμογή μνημονίων και μέτρων λιτότητας. Απεναντίας, το πρώτο εξάμηνο διακυβέρνησης προσπάθησε δυναμικά να αποτρέψει την επιλογή αυτή μέσα σε ένα ναρκοθετημένο πεδίο και με εξαιρετικά δυσμενείς συσχετισμούς στην ΕΕ. Έτσι, το καλοκαίρι του 2015 ήρθε η  σύναψη της συμφωνίας, κάτι που θεωρήθηκε από πολλούς ως ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο δόγμα του TINA (There Is No Alternative). Μια φράση που ανάγεται ιστορικά στα χρόνια της Thatcher, και χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει πως ο μόνος δρόμος για την ευημερία των λαών είναι η οργάνωση της παραγωγής και της κοινωνίας σύμφωνα με τα πρότυπα του νεοφιλελευθερισμού, του κέρδους, της επέκτασης του κεφαλαίου και της υποτίμησης της εργασίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν έχει υιοθετήσει αυτή την πολιτική και ιδεολογική σκοπιά. Γιατί είναι άλλο πράγμα η αποδοχή του νεοφιλελευθερισμού ως στρατηγικού ορίζοντα, ως το μοναδικό δρόμο προς την κοινωνική ευημερία και είναι άλλο πράγμα η αναγνώριση ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, με δεδομένους πολιτικούς συσχετισμούς, είναι αναγκαίος ένας τακτικός και πρόσκαιρος συμβιβασμός ώστε να μπορεί να συνεχιστεί η μάχη, διατηρώντας ζωντανό το στρατηγικό στόχο της κοινωνικής χειραφέτησης και του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα. Η συμφωνία της 13ης Ιούλη μπορεί να αποτελέσει πεδίο πάλης για την Αριστερά, μόνο εάν ληφθεί ως ένας τακτικός συμβιβασμός, κάτω από το βάρος συγκεκριμένων συσχετισμών, και όχι ως ένα πρόγραμμα το οποίο απορρέει από τη στρατηγική αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ. Με λίγα λόγια, αποτελεί διακύβευμα το πώς μια ήττα σε μια μάχη, δε θα μετατραπεί σε ήττα στρατηγικής για την Αριστερά και τις λαϊκές τάξεις. Ο αγώνας, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να συνεχίζεται. Σε αυτό το πλαίσιο, η αριστερή κυβέρνηση αποτελεί ένα σημαντικό οχυρό σε αυτή την πολύπλευρη σύγκρουση που θα εξελίσσεται το επόμενο διάστημα. Για εμάς, η σύγκρουση με το νεοφιλελευθερισμό για τον κοινωνικό μετασχηματισμό δεν αρχίζει και τελειώνει με την έκβαση μιας μάχης και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επέλεξε να διατηρήσει τη διακυβέρνηση απλώς για να μείνει σε ρόλο διαχειριστή, αλλά για να καταφέρει βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις που θα μετατοπίζουν το συσχετισμό δύναμης προς την πλευρά της κοινωνικής πλειοψηφίας.

 

2.5.1 Απεγκλωβισμός από τα μνημόνια και έξοδος από την κρίση

 

Κρίνεται αναγκαίο και με βάση την συνεδριακή απόφαση του κόμματος, η κυβέρνηση να προσανατολιστεί στην υλοποίηση ενός προγράμματος που θα έχει ως αιχμή την άρση της επιτροπείας και την εφαρμογή ενός δικού μας μείγματος πολιτικής. Παρόλο που είναι υποχρεωμένη να μείνει σταθερή όσον αφορά την εφαρμογή των συμφωνηθέντων, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως το παρόν πρόγραμμα δεν αποτελεί ιδιοκτησία της ελληνικής κυβέρνησης. Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να αποτελέσει βασική προτεραιότητα η περαιτέρω εφαρμογή του «παράλληλου προγράμματος», με στόχο να αμβλυνθούν οι αρνητικές επιδράσεις των μνημονίων και της λιτότητας στην κοινωνική πλειοψηφία, με μεγαλύτερη μέριμνα για τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα. Κρίνεται ως θετικό το γεγονός πως ανασφάλιστοι, άποροι, χαμηλόμισθοι είδαν για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια μια κυβέρνηση να στέκεται βοηθητικά και υποστηρικτικά δίπλα τους, με μέτρα βελτίωσης της καθημερινότητάς τους.

Έτσι λοιπόν κρίνεται μεθοδολογικά ως ορθή πολιτική επιλογή, η απόφαση της επιστροφής της υπερκάλυψης του πρωτογενούς πλεονάσματος σε αδύναμες κοινωνικές ομάδες όπως οι συνταξιούχοι. Η αντίδραση μάλιστα τόσο του ΥπΟικ της Γερμανίας, όσο και της ΝΔ σε αυτή την επιλογή της κυβέρνησης, υπενθύμισε ξανά την ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ και αυτής του νεοφιλελεύθερου μπλοκ. Η αριστερά, όντας στην Κυβέρνηση οφείλει να εφαρμόζει πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που δημιουργούν ασυνέχειες στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές χωρίς να αναλώνεται σε μία συνθήκη αποκλειστικής διαχείρισης του μνημονίου. Ένα, ακόμα, σημείο του πολιτικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ είναι οι βαθιές δημοκρατικές τομές που έχουν γίνει ή έχουν δρομολογηθεί. Για τη δική μας Αριστερά, τα κοινωνικά δικαιώματα και οι δημοκρατικές ελευθερίες είναι κομβικά στη μάχη κατά του νεοφιλελευθερισμού, για την αναδιανομή ισχύος από πάνω προς τα κάτω και για τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολλών.

 

2.5.2 Για ένα ριζοσπαστικό σχέδιο προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας

 

Για εμάς κομβικές όψεις ενός σχεδίου που προσανατολίζεται στην υπέρβαση της μνημονιακής πραγματικότητας και την έξοδο από την κρίση προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας αποτελούν τα μέτρα για την αναχαίτιση της ανθρωπιστικής κρίσης, το σχέδιο ενίσχυσης και ανασυγκρότησης του κοινωνικού κράτους, το ζήτημα της «δίκαιης ανάπτυξης» και της υπεράσπισης της εργασίας, η δημοκρατική μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης και του κράτους, η ενίσχυση και διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, το ξήλωμα της διαπλοκής, η συνταγματική αναθεώρηση και ο δημοκρατικός μετασχηματισμός, ένα συγκροτημένο σχέδιο για τη νέα γενιά.

Ως προς το σχέδιο της «δίκαιης ανάπτυξης» οφείλουμε να επισημάνουμε πως πρέπει να βασίζεται στη δίκαιη αναδιανομή πλούτου, στη μείωση της ανεργίας, σε αξιοπρεπείς μισθούς, στην ενίσχυση των εργασιακών δικαιωμάτων και την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, στην καταπολέμηση της μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας, καθώς και στην προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, αναπόσπαστο τμήμα ενός αριστερού σχεδίου οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης, είναι η αμφισβήτηση του κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής και η ανάπτυξη εγχειρημάτων που θέτουν ψήγματα μιας διαφορετικής οργάνωσης της διαδικασίας παραγωγής αλλά και των παραγωγικών σχέσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα εγχειρήματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και τα συνεργατικά εγχειρήματα. Πρόκειται για μονάδες παραγωγής και ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών, μικρής συνήθως κλίμακας, που βασίζονται στη συλλογική διαχείριση και τη διάρρηξη της σχέσης εργαζόμενου/-ης – εργοδότη/-τριας, στην πιο δίκαιη κατανομή του κέρδους, στην ισοτιμία των εργαζομένων, στην παραγωγή με κοινωνικά και οικολογικά κριτήρια. Χωρίς βέβαια να βρίσκεται εκτός του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία θέτει στο σήμερα όψεις του κόσμου που θέλουμε να οικοδομήσουμε. Τα συνεταιριστικά εγχειρήματα, τα οποία ήδη πολλαπλασιάζονται στην Ελλάδα, απευθύνονται σε μεγάλο βαθμό στους νέους ανθρώπους. Το επόμενο διάστημα πρέπει να ενισχυθούν, με πρωτοβουλίες από τα κάτω αλλά και με την παρέμβαση της κυβέρνησης, και να αποκτήσουν πιο ριζοσπαστική πολιτική κατεύθυνση. Σε αυτή την κατεύθυνση, τα νομοσχέδια για τους νέους αγροτικούς συνεταιρισμούς και για την αλληλέγγυα οικονομία  κινούνται σε θετική κατεύθυνση.

Βασική διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε η σύγκρουση με το σύστημα της διαφθοράς και της διαπλοκής που είχε οικοδομηθεί από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Η μάχη αυτή άρχισε από την πρώτη μέρα διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και εξελίσσεται με αυξανόμενη ένταση. H διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα άσκησης εξουσίας, η αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης και η προσπάθεια αναδιανομής του πλούτου από πάνω προς τα κάτω, αποτελούν υποχρέωση ενός κόμματος της αριστεράς. Το ξήλωμα του τριγώνου της διαπλοκής, η διερεύνηση των λιστών της φοροδιαφυγής και οι προσπάθειες πάταξης του λαθρεμπορίου είναι κάποιες πτυχές της σύγκρουσης αυτής, με πρακτικά αποτελέσματα. Επίσης, με τα συμπεράσματα της επιτροπής της Βουλής για τα δάνεια των κομμάτων και των ΜΜΕ αναδείχθηκε το γεγονός πως οι δυνάμεις του χρεωκοπημένου πολιτικού συστήματος ζούσαν παρασιτικά στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, όπως και όλο το σύστημα των ΜΜΕ και των τραπεζών που τα στήριζε.

Παράλληλα, η προτεινόμενη συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να αποτελέσει σημείο πολιτικής πόλωσης που θα φθάσει στην κοινωνία και θα οριοθετήσει ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και το νεοφιλελεύθερο μπλοκ. Το σχέδιο που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται στο βάθεμα της δημοκρατίας, στο σεβασμό της υπόστασης του ανθρώπου, στις κοινωνικές και δημοκρατικές κατακτήσεις. Η συνταγματική κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων ως μοναδικό μέσο για τον προσδιορισμό του μισθού και της υποχρεωτικής διαιτησίας, η κατάργηση του προνομίου της βουλευτικής ασυλίας και η θεσμοθέτηση της βουλευτικής θητείας για 2 συνεχόμενες κοινοβουλευτικές περιόδους, η δυνατότητα διενέργειας δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, η αξιοποίηση αχρησιμοποίητων δημοσίων κτιρίων προς όφελος ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που χρήζουν στέγασης, ο διαχωρισμός κράτους – εκκλησίας, η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, η διασφάλιση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους, καθώς και η συνταγματική κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα κοινωνικών αγαθών όπως του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελούν κρίσιμες όψεις των δικών μας προτάσεων πάνω στις οποίες πρέπει να δοθούν ιδεολογικές και πολιτικές μάχες.

 

2.5.3 Ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ευρώπη

 

Στην μεγάλη εικόνα, στον ευρωπαϊκό χώρο, η κρίση έχει δημιουργήσει ρωγμές στο συμπαγές, τα προηγούμενα χρόνια, στρατόπεδο των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού. Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να αναδείξει ένα διαφορετικό δρόμο για την έξοδο από την κρίση, προκάλεσε ρωγμές στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, διαμορφώνοντας στο εσωτερικό της, διαφορετικές στρατηγικές. Παράλληλα, συσπείρωσε ευρύτατες δυνάμεις της παγκόσμιας διανόησης που όχι μόνο στήριξαν πολιτικά αλλά και βάθυναν με θεωρητικούς όρους την κριτική απέναντι στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Την ίδια στιγμή, τμήματα των ευρωπαϊκών ελίτ, σε μια προσπάθεια οχύρωσης απέναντι στην Αριστερά και τα κινήματα, προσβλέπουν σε διαδικασίες ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης (Τραπεζική Ένωση, υπουργός Οικονομικών, ενίσχυση του ρόλου της Κομισιόν) με όρους εμβάθυνσης του νεοφιλελεύθερου σχεδίου. Επιπλέον, με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης δημιουργήθηκε η Σύνοδος του Νότου, όπου έχει ήδη ξεκινήσει τις εργασίες της. Αποτελεί προσπάθεια συμμαχίας των χωρών του ευρωπαϊκού νότου ενάντια στη λιτότητα και μια προσπάθεια εκπόνησης κοινού σχεδίου για το μέλλον της Ευρώπης που θα αμφισβητεί τον σκληρά νεοφιλελεύθερο πυρήνα και τη γερμανική ηγεμονία. Σήμερα, απαιτείται συνεχής αγώνας και προσπάθεια από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ και του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ώστε οι νέοι συσχετισμοί που θα υπάρξουν να είναι προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της ΕΕ και της στήριξης των ευρωπαϊκών λαών.

 

2.5.4 Ο ΣΥΡΙΖΑ και το κράτος

 

Η ανάληψη της κυβέρνησης μας έφερε, σε μεγαλύτερο βαθμό, αντιμέτωπους/-ες με το αστικό κράτος. Η λειτουργία των ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους επιβεβαιώνουν τη φράση «κυβέρνηση δεν συνεπάγεται εξουσία». Το κράτος αποτελεί ένα πλέγμα δομών, σχέσεων αλλά και αντιλήψεων που λειτουργεί ως μηχανισμός αναπαραγωγής των κυρίαρχων συμφερόντων. Επικαθορίζεται, ωστόσο, από το συσχετισμό δυνάμεων σε μια δεδομένη συγκυρία και επιδέχεται μεταβολές και μετασχηματισμό ως αποτέλεσμα της ίδιας της κοινωνικής αντιπαράθεσης. Για τον κοινωνικό μετασχηματισμό που οραματιζόμαστε, η μάχη οφείλει να δοθεί παράλληλα τόσο στους κοινωνικούς χώρους, όσο και μέσα στον κρατικό μηχανισμό.

Συνεπώς, στρατηγικός μας στόχος είναι η κατάργηση της υπάρχουσας μορφής της κρατικής διοίκησης, η αμφισβήτηση των αρχών δικαίου και του μηχανισμού ποινικής καταστολής, η άρνηση των δομικών χαρακτηριστικών της εκπαιδευτικής λειτουργίας, ο εκδημοκρατισμός της αστυνομίας και του στρατού κλπ. Οφείλουμε να ορίσουμε τις πολιτικές μας προτεραιότητες: σε σχέση με το κράτος, χρειαζόμαστε βαθιές δημοκρατικές τομές που θα αναδεικνύουν τον πολιτικό μας προσανατολισμό και την ταξική μας μεροληψία.

 

2.5.5 Μετά το 2ο Συνέδριο

 

Το 2ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώθηκε αφήνοντας πίσω του μια πολιτική απόφαση η οποία συνάδει με τις αιχμές και τις πολιτικές προτεραιότητες που είχε θέσει η οργάνωση. Παράλληλα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως οι σύντροφοι και συντρόφισσες του κόμματος κατά πλειοψηφία μοιράζονται κοινά πολιτικά άγχη και κοινούς προβληματισμούς με τα μέλη της νεολαίας, γεγονός που αναδεικνύει την αναγκαιότητα στενότερης επαφής των Οργανώσεων Μελών της Νεολαίας με τις ΟΜ του κόμματος. Η νέα Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος όσο και η νέα πολιτική γραμματεία θα κριθούν στην πορεία από την δουλειά τους, σε κυβερνητικό επίπεδο, στην παρέμβαση των οργανώσεων του κόμματος μέσα στους κοινωνικούς χώρους, στην υπεράσπιση και υλοποίηση των συνεδριακών αποφάσεων, στη δημιουργία ενός πραγματικού κόμματος των μελών που θα προσανατολίζεται στην κοινωνική παρέμβαση και στην επανάκτηση των κοινωνικών μας συμμαχιών. Αποτελεί διακύβευμα φυσικά και ευθύνη όλων μας να δημιουργήσουμε ένα κόμμα συλλογικό, δημοκρατικό, που θα χαράσσει αριστερή γραμμή και τα όργανά του δε θα επαναλαμβάνουν τα λάθη του παρελθόντος. Εδώ και αρκετούς μήνες, αποτελεί κεντρικό ερώτημα στον χώρο μας η σχέση κόμματος – κυβέρνησης καθώς τα θεωρητικά εργαλεία που έχουμε είναι ελλιπή ως προς την επίλυση της συγκεκριμένης συνθήκης. Οφείλουμε να μεριμνήσουμε ώστε να επιλυθεί η συγκεκριμένη δυσεπίλυτη εξίσωση με συντροφικό και συλλογικό τρόπο, δημιουργώντας ένα κόμμα κοινωνικά χρήσιμο και συλλογικό διανοούμενο που θα δρα εντός και εκτός κράτους.